- λόφα
- λόφα (Α)(κατά τον Ησύχ.) «μίσχος, τὸ περίπτισμα, καὶ τὸ τῆς γῆς ἔπαρμα».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λοφᾷ — λοφάω have a crest pres subj mp 2nd sg λοφάω have a crest pres ind mp 2nd sg (epic) λοφάω have a crest pres subj act 3rd sg λοφάω have a crest pres ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λιβερία — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με τη Σιέρα Λεόνε και τη Γουινέα, στα Α με την Ακτή του Ελεφαντοστού, ενώ στα Ν και στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Λ. είναι ένα τεχνητό κράτος στη δυτική Αφρική, που δημιουργήθηκε τον 19ο αι … Dictionary of Greek
κυνόλοφα — κυνόλοφα, τὰ (Α) τραχιές προεξοχές τής σπονδυλικής στήλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + λοφα (< λόφος)] … Dictionary of Greek
λοφώ — λοφῶ, άω (Α) 1. (για τον κορυδαλλό) έχω λοφίο 2. μτφ. υποφέρω 3. (κατά τον Ησύχ.) «λοφᾷ λόφου ἐπιθυμεῑ». [ΕΤΥΜΟΛ. < λόφος «λοφίο» + κατάλ. άω, ῶ, με πιθανή επίδραση τού κομῶ*] … Dictionary of Greek